Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

με το σουρούπωμα

См. также в других словарях:

  • σουρούπωμα — το, Ν [σουρουπώνω] το σούρουπο …   Dictionary of Greek

  • σουρούπωμα — το σούρουπο, νύχτωμα: Ξεκίνησαν σουρουπώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ημίφως — το 1. γεν. ασθενές φως, μισόφωτο, μισοσκόταδο, σκιόφως 2. (ειδ.) το αμυδρό φως τής ημέρας κατά την αρχή τού λυκαυγούς* και κατά το τέλος τού λυκόφωτος*, σύθαμπο, σούρουπο, σουρούπωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φως. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον… …   Dictionary of Greek

  • λυκαυγής — ές (AM λυκαυγής, ές) 1. αυτός που φέγγει ελάχιστα, που φωτίζει αμυδρά 2. το ουδ. ως ουσ. το λυκαυγές το χρονικό διάστημα λίγο πριν από την ανατολή τού ηλίου, καθώς και το διάχυτο φως που υπάρχει στην ατμόσφαιρα αυτή την ώρα («οὐδ ἡμέρα πάνυ… …   Dictionary of Greek

  • λυκόφως — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 18 μ., 630 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σουφλίου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, κοντά στον ποταμό Έβρο, 58 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σουφλίου. Μέχρι το 1953 ονομαζόταν …   Dictionary of Greek

  • μούχρωμα — το [μουχρώνω] σουρούπωμα, σύθάμπο, σούρουπο («το μούχρωμα ή σύθαμπο μέσα στ απόσκια δάση», Γρυπ.) …   Dictionary of Greek

  • σούρουπο — το, Ν το λυκόφως, η μετά την δύση τού ηλίου και πριν από την νύχτα ώρα, σουρούπωμα, σύθαμπο, μούχρωμα («ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα», Μαβίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *σύρρυπον (< σύν + ῥύπος), πρβλ. σύ θαμπο] …   Dictionary of Greek

  • soare — SOÁRE, (2) sori, s.m. 1. Corp ceresc principal al sistemului nostru planetar, incandescent şi luminos, în jurul căruia gravitează şi se învârtesc pământul şi celelalte planete (planetă) ale sistemului. ♢ loc. adv. Sub (sau pe sub) soare = pe… …   Dicționar Român

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»